Μια πρώτη προσπάθεια του www.cretan-music.gr για συλλογή άρθρων, κειμένων και ιστορικών καταγραφών γύρω από τους χορούς που χορεύονται στην Κρήτη…
Μέσα από τις μελωδίες των χορών της Κρήτης μπορούμε να τους διακρίνουμε σε δύο κύρια είδη. Τους πηδηχτούς και τους συρτούς. Οι πηδηχτοί (γρήγοροι) χοροί πιθανόν να έλκουν την (κοινή) καταγωγή τους από την αρχαιότητα με κοινή καταγωγή τις Πυρρίχιες μελωδίες. Για τους συρτούς (αργούς) χορούς βρίσκουμε αρκετά κοινά στοιχεία με περιγραφές για συρτούς χορούς των αρχαίων Ελλήνων.
Ας τους δούμε αναλυτικά:
Αγκαλιαστός
Tο όνομα του το πήρε από την ιδιότυπη λαβή, μοναδική για τα δεδομένα της Κρήτης, με την οποία πιάνονται οι χορευτές. Βάζουν το αριστερό χέρι τους πάνω από τον δεξιό ώμο τους κρατώντας συνήθως μαντίλι του οποίου την άκρη ρίχνουν στην πλάτη τους. Την άκρη αυτή κρατά με το δεξί χέρι ο επόμενος χορευτής ή χορεύτρια. Οι χορευτές έτσι φαίνονται σαν αγκαλιασμένοι γι΄ αυτό και ο χορός λέγεται Αγκαλιαστός.
Ο χορός αυτός ήταν πασίγνωστος σε όλη την Ανατολική Κρήτη και ήταν ο αγαπημένος χορός των νέων προπολεμικά. Ο λόγος όμως που τον έκανε λαοφιλή δεν ήταν μόνο η ευκολία του αλλά και γιατί έδινε την δυνατότητα στους νέους να αγκαλιάσουν τις νέες με τις οποίες χόρευαν.
Ανωγειανός (Μυλοποταμίτικος) Πηδηχτός
Ανδρικός κυρίως χορός που χορεύεται κυρίως στην περιοχή των Ανωγείων, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους πηδηχτούς βηματισμούς και τα δυνατά χτυπήματα των ποδιών στο έδαφος, φαίνεται ότι αποτελεί ένα απόηχο του αρχαιότατου χορού των Κουρητών τον Πυρρίχιο. Τα χέρια των χορευτών πιάνονται από τις παλάμες χιαστί και εκτελούν χορό δώδεκα βημάτων (έξι μπρος, έξι πίσω).
Ο προβατινίστικος χορός ή προβατίνα ή απανωμερίτης ή νταγκουνάκι ή σανδαλάκι, είναι ένας από τους παλιούς τοπικούς χορούς της Κρήτης. Χορεύονταν στο Αμάρι και στην επαρχία Aγ. Βασιλείου του νομού Ρεθύμνου, μα και σ’ άλλα χωριά του Ρεθύμνου και προς τα Ηρακλειώτικα μέχρι και λίγο μετά τον πόλεμο. Τον λέγανε προβατινίστικο, γιατί στις κινήσεις του ο χορευτής χτυπάει το πόδι του στη γη, όπως κάνουνε τα πρόβατα όταν θα νευριάσουν! Μαρτυρίες μεγαλύτερων σε ηλικία κατοίκων της επαρχίας Αμαρίου αναφέρουν ότι τραγουδούσαν και μαντινάδες πάνω στο σκοπό του Απανωμερίτη, οι οποίες όμως δε διασώζονται στη μνήμη τους…Αράπικος
Ήταν ένας εύθυμος, σατυρικός και “ελευθεριάζων” χορός (όπως τον χαρακτηριζει ο δάσκαλος και λαογράφος Στ. Αποστολάκης στο βιβλίο του “Τα λαογραφικά του χορού στη Δυτική Κρήτη”). Σύμφωνα με τους ερευνητές Γιάννη Παναγιωτάκη και Γιώργη Λαγκαδινό (βλ. τις ανεξάρτητες ανακοινώσεις τους στο 11ο Συνέδριο των Κρητών Φοιτητών, Ελούντα 6.8.2005), ο αράπικος χορευόταν σε όλη την Κρήτη. Μερικές φορές μάλιστα κατέληγαν σ\’ αυτόν, τα ξημερώματα, ακόμη και γαμήλια γλέντια!
Όταν είχαν αποχωρήσει τα γυναικόπαιδα, οι τελευταίοι άντρες γλεντιστάδες επιδίδονταν στον αράπικο, μιμούμενοι ερωτικές κινήσεις ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα (δυο μεταμφιεσμένοι άντρες, ο ένας σε γυναίκα κι ο άλλος, “μουζωμένος”, δηλαδή μουτζουρωμένος, σε “αράπη”), και συμβόλιζαν έτσι την έντονη ερωτική επίδοση του νεόνυμφου ζευγαριού (που κι αυτό είχε ήδη αποχωρήσει για ύπνο). Η μίμηση αυτή δεν εθεωρείτο προσβλητική, γιατί ξεσπούσαν σε ευχετικά επιφωνήματα “άντε και καλούς απογόνους” κ.τ.λ. (Παναγιωτάκης).
Συνήθως βέβαια, όπως φαίνεται, ο αράπικος χορευόταν τις απόκριες. Η μορφή του παραπέμπει καθαρά σε αρχαία διονυσιακά δρώμενα, σε γιορτές γονιμότητας για τη φύση κ.τ.λ., πράγμα που δεν είναι ασυνήθιστο στην Κρήτη, όπως και σε όλη την Ελλάδα βέβαια. Ανάλογα δρώμενα με έντονα στοιχεία αρχαίων τελετών γονιμότητας (π.χ. ψεύτικα γενητικά όργανα κρεμασμένα σε μεταμφιεσμένους ή σε ανδρείκελα, δηλαδή ομοιώματα ανθρώπων) παρατηρούνται και σε άλλα κρητικά αποκριάτικα έθιμα, όπως ο “Καντής” στην επαρχία Αμαρίου και ίσως και αλλού, που σατιρίζει τον Τούρκο ιεροδικαστή (καδή). Αλλο αποκριάτικο έθιμο με στοιχεία ερωτικής σάτιρας (δηλαδή γονιμικά στοιχεία) είναι ο “Καουκάς”, που γίνεται ακόμη, μερικές φορές, στο Μελιδόνι Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης (αρπαγή κοπέλας από σαρακηνό και εικονικός γάμος) κ.λ.π. Ίσως λοιπόν ο αράπικος δεν είναι “εισαγόμενος” χορός, αλλά κατάλοιπο αρχαίων εθίμων, και το όνομά του να προέρχεται από τη μεταμφίεση του συμβολικού “άντρα” σε “αράπη”. Η μεταμφίεση αυτή οφειλόταν πιθανόν στην ιδέα για την …έντονη σεξουαλική επίδοση των κατοίκων της Αφρικής, που ήταν γνωστοί στην Κρήτη μόνον ως δούλοι, αχθοφόροι ή κουρσάροι πολεμιστές, και φυσικά ήταν αδύνατον να προσεγγιστούν με τα σημερινά κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα (δεν υπάρχει, δηλαδή, ρατσισμός σ\’ αυτή την παλιά αντιμετώπιση, αλλά οφειλόταν σε ιστορικές και κοινωνικές συγκυρίες – τις ίδιες που προκάλεσαν και τη μορφή του “αράπη”-στοιχειού των παραμυθιών του παλιού καιρού)…
Εθιανός Πηδηχτός
Zερβόδεξος
Ένας ένας εύθυμος και κωμικός χορός και ταιριάζει με το πνεύμα των Αποκριών. Ονομάζεται ζερβόδεξος γιατί οι χορευτές χορεύουν πότε με κατεύθυνση προς τα ζερβά (αριστερά) και πότε προς τα δεξιά. Η αλλαγή της πορείας γίνεται όταν ο λυράρης παίξει κάποιο συγκεκριμένο υψηλό φθόγγο. Οι συνεχείς αυτές στροφές συμβάλλουν στην εύθυμη ατμόσφαιρα του χορού, πολύ περισσότερο όταν, συχνά, ο λυράρης “κατευθύνει” τους χορευτές έξω απο το καφενείο ή την πλατεία, όπου γίνεται το γλέντι ή πάνω σε τοίχους, σε ρυάκια κ.λ.π. Στο χορό λέγονταν συνήθως σατιρικές μαντινάδες (πολλές με αποκριάτικο θέμα), όπως οι παρακάτω:
Κανέλλα
“Μερακλίδικος” χορός της περιοχής της Μεσσαράς (καταγράφηκε πάντως και σε χωριό του Αμαρίου Ρεθύμνου), με ιδιαίτερη μουσική και στίχο. Τα ζάλα του (τα βήματά του) σχετίζονται με το σιγανό της ανατολικής Κρήτης, αλλά το ύφος του, ανάλογα με την ταχύτητά του, μπορεί να παραλληλιστεί και με το ύφος του λαζώτη.
Το όνομά του μάλλον το οφείλει στην επωδό «κανέλλα μου με τ’ άνθη» που παρεμβάλλεται κατά το τραγούδισμα των μαντινάδων. Τα βήματα και η μουσική του καταγράφηκαν στα Καπαριανά Ηρακλείου (δίπλα στις Μοίρες) τη δεκαετία του 1990 από τον ερευνητή και εκδότη του «Κρητόπολις» Γιάννη Παναγιωτάκη, ο οποίος αργότερα δίδαξε την κανέλλα ως χοροδιδάσκαλος στον Πολιτιστικό Όμιλο των Φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από το Μανώλη Ακουμιανάκη ή Χαντρακομανώλη, λυράρη και λαϊκό ποιητή από το Γερακάρι, καταγράψαμε την παρακάτω μαντινάδα:
Λαζώτης ή Λαζώτικος
Από τους ξεχασμένους χορούς της Κρήτης, μάλλον Ποντιακής καταγωγής, του οποίου η μελωδία είναι ακόμα πασίγνωστη στην Κρήτη αλλά χορεύεται όλο και πιο σπάνια. Χορεύονταν στην κεντρική Κρήτη (έχει καταγραφεί στην περιοχή της Μεσσαράς Ηρακλείου και στις επαρχίες Αμαρίου, Αγίου Βασιλείου και Ρεθύμνου του νομού Ρεθύμνου). Αναφερόμαστε στο πασίγνωστο “Κάνε με κυρά γαμπρό” όπως πέρασε στη δισκογραφία από τον Κώστα Μουντάκη (1976, δίσκος 33″ Ξεφάντωμα, Standard 2007), το οποίο αρκετά συχνά χορεύεται ως χασαποσέρβικο(!) δείγμα της άγνοιας αρκετών για την χορευτική μας παράδοση. Από τον Μάνο Μουντάκη έχουμε την μαρτυρία ότι ο πατέρας του άκουσε την μελωδία του τραγουδιού: «Κάνε με κυρά γαμπρό» από την μητέρα του, την οποία μελωδία συχνά την σιγοτραγουδούσε στο σπίτι τους.
Χορός που προέρχεται από την παράδοση του Πόντου με δύο πιθανές ερμηνείες για την καταγωγή του. Είτε λοιπόν ήρθε στην Κρήτη από τους Λαζούς (λαός της περιοχής του Εύξεινου Πόντου) γύρω στον 17ο-18ο αιώνα, ή μεταφέρθηκε από Κρήτες πολεμιστές που πολέμησαν στους Βαλκανικούς πολέμους στις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι Πόντιοι μερικές φορές επονομάστηκαν εσφαλμένα «Λαζοί» από ντόπιους πληθυσμούς της Μακεδονίας, στην οποία είχαν έρθει ως πρόσφυγες. Όμως οι Λαζοί δεν είναι Πόντιοι, αλλά μουσουλμανική φυλή της Μικράς Ασίας, εντελώς διαφορετική και εχθρική προς τους Ποντίους. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο, αν ο λαζώτης πήρε το όνομά του από Πόντιους, είναι πιθανότερο να εμφανίστηκε στην Κρήτη τον 20ό αιώνα (κατά τον οποίο υπήρξε η σύγχυση Πόντιων και Λαζών) και όχι παλαιότερα, π.χ. με τους στρατιώτες του Νικηφόρου Φωκά ή τα 12 αρχοντόπουλα. Υπενθυμίζουμε βέβαια και ότι το λάζο είναι ένα είδος μαχαιριού, αλλά η κατάληξη –ώτης (πάντα με ω) δηλώνει καταγωγή, άρα το όνομα του χορού δεν είναι πιθανόν να σχετίζεται με το λάζο. Ο χορός καταγράφεται και ως λαζέικος, πάλι συναφές («ο χορός των Λαζών», όπως π.χ. ζεϊμπέκικος, ο χορός των ζεϊμπέκηδων).
Λασιθιώτικος Πηδηχτός
Χορός που ανήκει στην οικογένεια των πηδηχτών χορών της Κρήτης. Στο Λασηθιώτικο πηδηχτό απεικονίζεται όλη η αρχοντιά και η σεμνότητα των ανθρώπων της ανατολικής Κρήτης. Στην Σητεία τον λένε “Στειακό” και στην Ιεράπετρα “Γεραπετρίτικο” (παλιά στην Ιεράπετρα λεγόταν συνήθως “Κρητικός χορός”).
Αναμφισβήτητα είναι ο αντιπροσωπευτικότερος χορός της ανατολικής Κρήτης, στον οποίο χαρακτηρίζονται μα και εκτιμώνται τόσο οι επιδέξιοι χορευτές όσο και οι καλοί οργανοπαίχτες. Αρχίζει με αργή ρυθμική αγωγή και προοδευτικά γίνεται γρήγορος αλλά και συγκρατημένος χωρίς ποτέ να ξεπερνά τα όρια και να καταλήγει σαν διονυσιακός. Πάντα όταν ο χορός φτάνει προς το τέλος, ο βιολάτορας “γυρίζει” στην “ασκομπαντούρα” δηλαδή στην απομίμηση του ήχου της. Ο πηδηχτός έχει κάποιες μικρές παραλλαγές στη Σητεία, την Ιεράπετρα και το Μεραμπέλλο τόσο στα βήματα αλλά και στη μελωδία η οποία παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία.
Λουβιάρης
Ιδιαίτερος τοπικός χορός που η παρουσία του μαρτυρείται στην Ελούντα Λασηθίου και το όνομά του σημαίνει «λεπρός» (λούβα = λέπρα). Τα βήματα και η μουσική του δεν έχει ακόμη καταστεί δυνατόν να εντοπιστούν. Η ύπαρξή του προφανώς οφείλεται στην τραγική παρουσία του χωριού των λεπρών, που λειτούργησε μέχρι τη δεκαετία του 1960 στο νησί Σπιναλόγκα, απέναντι από την Ελούντα. Η άγνωστη σε μας μορφή του χορού και η συμβολική, πιθανώς, σχέση του με τη «νόσο του Χάνσεν» διεγείρουν τη φαντασία και το ενδιαφέρον όχι μόνον από λαογραφική αλλά και από κοινωνιολογική σκοπιά.
Μανάς
Τοπική παραλλαγή του σιγανού, καταγεγραμμένη από το Δημήτρη Σγουρό στην περιοχή της Κριτσάς Μεραμπέλλου (νομός Λασιθίου). Το όνομά του προέρχεται από το “τσάκισμα” (επωδό) “Για το Θεό, μανά μου!”, που λέγεται ανάμεσα στις μαντινάδες.
Μαλεβιζιώτικος ή Μαλεβιζώτης ή Καστρινός
Πηδηχτός χορός της κεντρικής Κρήτης, που χορεύεται και από άντρες και από γυναίκες. Το όνομά του δηλώνει προέλευση από το Κάστρο (Ηράκλειο) ή από την επαρχία Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Σε ορισμένα χωριά του νομού Ρεθύμνου έχει καταγραφεί και ως Κουγίτης.
Σήμερα τα ονόματα καστρινός και μαλεβιζώτης αναφέρονται στον ίδιο χορό, έναν από τους λίγους παραδοσιακούς χορούς που έχουν απομείνει σε λειτουργία στην Κρήτη. Όσο μπορούμε να καταλάβουμε όμως από τα σπαράγματα της μουσικοχορευτικής παράδοσης που μπορούν ακόμη να μελετηθούν, ο πηδηχτός του νομού Ηρακλείου διαφοροποιείται στο χορευτικό ύφος κατά περιοχές και γίνεται καστρινός πηδηχτός, μαλεβιζώτικος πηδηχτός, μοχιανός πηδηχτός (χωριό Μοχός), εθιανός πηδηχτός (χωριό Εθιά) κ.λ.π. Στην ίδια οικογένεια φαίνεται να ανήκει και ο περίφημος στειακός πηδηχτός (Σητεία) του νομού Λασηθίου που αναφέραμε πιο πάνω. Σε κάθε περιοχή, από τους ντόπιους ο χορός ονομαζόταν απλός «πηδηχτός», ενώ οι κάτοικοι άλλων περιοχών τον χαρακτήριζαν με τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς που αναφέραμε.
To 1840, ο Εμμ. Βυβιλάκης μιλάει για Πηδηχτό χορό, που κατά τη γνώμη του συνδέεται με τον αρχαίο Πυρρίχη, και μάλιστα για πρώτη φορά καταγράφεται η συνήθεια να χορεύεται μετά το συρτό (αποσυρτό όπως τον αναφέρει), κάτι που συμβαίνει ακόμα και σήμερα στην Κρήτη.
Η λαογράφος Ευαγγελία Κ. Φραγκάκι, στο άρθρο της «Το Δημοτικό Τραγούδι της Κρήτης» (περιοδικό «Κρητική Πρωτοχρονιά» 1962, σελ. 63-77), αναφέρει ότι «στη μουσική του καστρινού, εκτός από τις μαντινάδες, παρεμβάλλεται και η μελωδία του Ερωτοκρίτου, ίσως για να πάρουν ανάσα οι χορευτές. Ο κ. Γ. Ι. Χατζηδάκης, προ πολλών ετών, εδημοσίευσε τη μουσική του πηδηχτού, παρεμβάλλοντας και τη μελωδία του Ερωτοκρίτου».
Στη σύγχρονη Κρήτη το ιδιαίτερο χορευτικό ύφος των διαφόρων περιοχών έχει ισοπεδωθεί (σώζεται μόνο στους τελευταίους ηλικιωμένους χορευτές που ζουν ακόμη) και ο σημερινός καστρινός – μαλεβιζώτης, που διδάσκεται στις σχολές χορού και παίζεται από τους Κρητικούς λαϊκούς μουσικούς, είναι ο «γενικός κληρονόμος» της μουσικοχορευτικής παράδοσης του πηδηχτού της κεντρικής και ανατολικής Κρήτης.
Σημειωτέον ότι στο νομό Ρεθύμνης, όπου ο καστρινός ήταν ήδη πολύ διαδεδομένος και αγαπητός τουλάχιστον από τις αρχές του 20ού αιώνα, πηδηχτός ονομάζεται ο γρήγορος πεντοζάλης, ενώ συγκεκριμένα στην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης υπήρχε ιδιαίτερος πηδηχτός, ο ονομαζόμενος σήμερα συμβατικά από τους ερευνητές ανωγειανός πηδηχτός.
Ντάμες
Συρτός (ή σούστα σε ορισμένα χωριά) που χορεύεται από ζευγάρια, και συναντάται κυρίως στο νομό Ρεθύμνου. Συνηθιζόταν να χορεύεται σε στιγμές χαράς και ευθυμίας, κυρίως τις απόκριες. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες, με τη γυναίκα να κρατάει την άκρη ενός μαντηλιού με το αριστερό της χέρι και δίπλα της να πιάνει την άλλη άκρη ένας άντρας μέχρι τη στιγμή που ο λυράρης θα φωνάξει “ντάμα”, οπότε κάθε άντρας αφήνει το μαντήλι της ντάμας του για να πιάσει δίπλα σε αυτήν που είναι μπροστά του. Ο χορευτής που βρίσκεται στο τέλος μένει συνήθως μόνο με τη συνοδεία μιας καρέκλας (γιατί οι γυναίκες είναι σκόπιμα κατά μία λιγότερες)! Εκτενή αναφορά στο χορό κάνει και ο Γ. Ψυχουντάκης από την Ασή Γωνιά Ρεθύμνου στο βιβλίο του “Αετοφωλιές στην Κρήτη”
Ντουρνεράκια
Ο γνωστός Χασαποσέρβικος χορός, ο οποίος πέρασε στη δισκογραφία από τον Κώστα Μουντάκη την δεκαετία του 1960. Από αφηγήσεις γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον στο νομό Ρεθύμνου χορεύονταν από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Ξενομπασάρης
Το όνομα του το οφείλει στη μαντινάδα που τραγουδιέται πάντα πρώτη κατά τη διάρκεια του χορού:
Η μελωδία του είναι χαριτωμένη, ανάλαφρη και προκαλεί τους μερακλήδες να χορέψουν.
Παλαιότερα τον χόρευαν και τον τραγουδούσαν σε κάθε γλέντι ιδιαίτερα στα ορεινά χωριά της Ιεράπετρας και στο κάτω Μεραμπέλλο (όπου τον λένε “Μάνα”).
Ήταν πασίγνωστος μέχρι και τη δεκαετία του 60. Είναι στρωτός και αργός χορός που μοιάζει με το Σιγανό που χορεύουν σήμερα. Είναι χρήσιμο εδώ να αναφέρουμε ότι τα παλιά χρόνια στην Ιεράπετρα δε γνώριζαν το Σιγανό. Αυτός ήρθε τα τελευταία χρόνια από την κεντρική Κρήτη, όπως λένε οι παλαιότεροι. Μπορούμε να πούμε με επιφύλαξη πως ο Ξενομπασάρης είναι μια παλιά τοπική μορφή του σιγανού χορού. Βέβαια όσοι έζησαν τη χρήση και των δύο αυτών χορών, έχουν όλοι τους την άποψη ότι άλλος ο ένας χορός και άλλος ο άλλος
Πεντοζάλης – Σιγανός – Πηδηχτός
Ο πεντοζάλης, ιδιαίτερα διαδεδομένος με διάφορες μορφές σε όλη την Κρήτη. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες, συνοδεύεται από πλήθος μελωδιών, τις γνωστές κοντυλιές (η λέξη από τον “κόντυλα”, το στέλεχος του καλαμιού, με το οποίο κατασκευάζονταν τα χαμπιόλια, δηλαδή τα κρητικά πνευστά). Οι κοντυλιές ήταν, και είναι, οι κατ’ εξοχήν τραγουδιστικές μελωδίες, στις οποίες διασταυρώνονταν οι μαντινάδες ή λέγονταν μακροσκελείς ρίμες από όλους τους “παρεϊστάδες” ή τους “γλεντιστάδες”, είτε χόρευαν είτε όχι.
Η σχέση του σιγανού – πεντοζάλη με τον πηδηχτό παραμένει ακόμα αδιευκρίνιστη παρά τις κατά καιρούς θεωρίες που έχουν διατυπωθεί. Η παλαιότερη λαβή του είναι με τα χέρια πιασμένα χιαστί ανάμεσα στους χορευτές.
Η λαογράφος Ευαγγελία Κ. Φραγκάκι, στο άρθρο της «Το Δημοτικό Τραγούδι της Κρήτης» (περιοδικό «Κρητική Πρωτοχρονιά» 1962, σελ. 63-77), αναφέρει τη μαρτυρία του Θρασύβουλου Μαρκίδης, 85 ετών τότε, ότι γύρω στο 1895 ο χορός στο Ηράκλειο άρχιζε με σιγανό που συνοδευόταν με το σκοπό «αθάνατος» και κατόπιν γύριζε σε πηδηχτό. Πάνω στη μουσική του πηδηχτού τραγουδούσαν μαντινάδες. Εκτός από τις κοινές μαντινάδες τραγουδούσαν και μαντινάδες του Ερωτόκριτου.
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης (Ι. Κονδυλάκη, «Τα Άπαντα», τόμ. β΄, έκδ. 1961, σελ. 250-251), στον «Πατούχα», περιγράφει το σιγανό να ακολουθεί τον πηδηχτό και αναφέρει ότι «ο σιγανός χορός επιτρέπει εις τους χορευτάς να τραγουδούν και άσματα με ρυθμούς πλατείς και βραδείς», όπου «έκαστον ημιστίχιον επαναλαμβάνεται υπό ολοκλήρου του χορού» [σ.σ.: δηλ. όλων των χορευτών]. Ως τραγούδι του χορού αναφέρει την παραλογή του γυρισμού του ξενητεμένου.
Σύμφωνα με το Γ. Χατζηδάκη («Κρητική Στοά» Β΄ σελ. 309), ο σιγανός χορός χορευόταν στα χαρέμια των Τουρκοκρητών περισσότερο με αφηγηματικά τραγούδια παρά με μαντινάδες, λόγω του αποκλεισμού των αντρών μουσικών εκεί.
Στην απήχηση του πεντοζάλη αναφέρεται η παλιά μαντινάδα, που καταγράφηκε στο Αποδούλου Αμαρίου (περίφημα τα “αμαριώτικα πεντοζάλια”, ιδιαίτερα και στο χορευτικό ύφος τους):
και μια παραλλαγή της που μας μας “δείχνει” την προέλευση της ονομασίας του χορού:
Ρόδο
Γυναικείος χορός που εντοπίζεται, τουλάχιστον στις μέρες μας, στην επαρχία Κισσάμου, ένας από τους τοπικούς χορούς των Χανίων, που ατόνησαν από τα μέσα του 20ου αιώνα λόγω των πολιτισμικών και κοινωνικών συνθηκών. Το ύφος της μουσικής του συγγενεύει με Αιγιοπελαγίτικα μουσικά ιδιώματα, υπενθυμίζοντας ότι η Κρήτη στεφανώνεται από τη “μεγάλη μάνα” των Ελλήνων, τη θάλασσα.Ρουμαθιανή σούστα
Eίναι ένας από τους πολλούς ξεχασμένους χορούς της Κρήτης με καθαρά τοπική σημασία. Την συναντάμε και με την ονομασία Ρουματσίτικη ή Γιτσικιά σούστα. Από τους ίδιους τους τοπικούς χορευτές ονομάζεται απλώς σούστα.
Είναι κυκλικός χορός, ο οποίος ανήκει και αυτός στην παμπάλαια ιστορία του πυρρίχιου ή καλύτερα μια εκδοχή πυρρίχιου χορού στα Χανιά. Και ακριβώς λόγω της τοπικής της σημασίας (Παλιά Ρούματα Κισσάμου) πήρε το όνομα Ρουμαθιανή. Κάτι ανάλογο με τους πυρρίχιους χορούς της υπόλοιπης Κρήτης (Μαλεβιζιώτης, Όρτσες, Λασηθιώτικος πηδηκτός κλπ.). Στα Χανιά συναντάμε αυτό τον χορό με κάποια συγκεκριμένα μουσικά γυρίσματα και βήματα (τρία μπρός – πίσω) αλλά με κάποια ιδιαίτερη μορφή, χωρίς να μοιάζει δηλαδή με την σούστα του Ρεθύμνου. Εκτελείται μόνο από άνδρες, που ο πρώτος κάνει κάποια ταλίμια και οι υπόλοιποι τον ακολουθούν σε αυτά.
Τα όργανα που αποδίδουν την Ρουμαθιανή σούστα είναι κυρίως το βιολί με λαγούτο και το θιαμπόλι με λαγούτο ή και μόνο του. Σήμερα αυτός ο χορός σπανίζει, εκτός από ελάχιστα χορευτικά συγκροτήματα που τον ξαναβγάζουν στο προσκήνιο και χορεύεται κυρίως στην Κίσσαμο και ως επί το πλείστον στα Παλιά Ρούματα.Σούστα
Γνωστός κρητικός πηδηχτός χορός, από τους επιζώντες στην εποχή μας και θεωρούμενους πλέον ως «παγκρήτιους». Η προέλευσή του είναι από το νομό Ρεθύμνης, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται συχνά «ρεθεμνιώτικη σούστα», αν και από τους ίδιους τους χορευτές της πόλης και των χωριών του Ρεθέμνους λεγόταν και λέγεται πάντα απλώς σούστα. Τα τρία βασικά βήματα, που μοιάζουν με πηδηματάκια και κάνουν τα σώματα των χορευτών να μοιάζουν σαν να ωθούνται από κάποιο ελατήριο (να “σουσταρίζουν”), είναι πιθανόν ο λόγος που ο χορός μετονομάστηκε την περίοδο της Ενετοκρατίας σε “σούστα”, από την ιταλική λέξη susta που σημαίνει έλασμα, ελατήριο. Δεν είναι γνωστό το προηγούμενο όνομά του.
Είναι ζευγαρωτός χορός, χορεύεται από ζεύγη άνδρα και γυναίκας, ιδιαίτερα ερωτικός, με πολλές φιγούρες των χεριών ενώ τα βήματα των ποδιών παραμένουν σχεδόν πάντα ίδια (ή γίνονται σταυρωτά για λίγη ώρα, ως φιγούρα). Η σούστα έχει απλά βήματα (αναπηδήσεις μία φορά εναλλάξ στο κάθε πόδι, ακολουθώντας το ρυθμό), αλλά δεν είναι απλός χορός, γιατί ο καλός χορευτής –ή το καλό ζευγάρι– της δίνει ομορφιά με τη «χάρη» του (τη λεπτότητα και τον ερωτισμό που αποπνέουν οι κινήσεις του, που ποτέ δεν πρέπει να εκχυδαϊστούν ούτε να λικνίζεται ο κορμός του) και με την καλή γνώση στις πολλές φιγούρες των χεριών.
Η σούστα, ως γνωστόν, ήταν η μόνη ευκαιρία των νέων διαφορετικού φύλου όχι μόνο να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο αλλά και να αγγιχτούν (στα χέρια) και να εκφράσουν με κάθε κίνηση και βλέμμα τον ερωτισμό τους. Φυσικά στις κρητικές κοινωνίες του παρελθόντος, που ήταν όλες αυστηρών ηθών, σούστα χόρευαν συνήθως συγγενείς (αδερφός με αδερφή, ξάδερφος με ξαδέρφη), παντρεμένα ζευγάρια κ.λ.π., ενώ το χορευτικό ζευγάρι μεταξύ «ξένων» νέων χρειαζόταν προσοχή, γιατί προκαλούσε κοινωνικά σχόλια. Κατ’ εξαίρεσιν μπορεί να χορευόταν από δύο κοπελιές μόνες τους (ως χορευτικό ζεύγος), όταν «δεν είχαν καβαλιέρο». Την ανάγκη αυτή της προσέγγισης των δύο φίλων ήρθαν αργότερα (τον εικοστό αιώνα) να εξυπηρετήσουν οι «ευρωπαϊκοί» χοροί, ταγκώ και βαλς, αλλά και η πόλκα, που έγινε πολύ αγαπητή στο νομό Ρεθύμνης ως «σωτής».
Η συσχέτιση της σούστας με τον αρχαίο πυρρίχιο είναι ένας μεγάλος πειρασμός για τους ερευνητές, λόγω του αρχεγονικού χαρακτήρα της. Συχνά λέμε ότι η σούστα ήταν πολεμικός χορός και με την πάροδο των αιώνων μετεξελίχθηκε σε ερωτικό. Λέγεται ακόμη ότι αποτελεί τη βάση από την οποία αναπτύχθηκαν άλλοι, περιπλοκότεροι, χοροί με «σουστάρισμα» όπως ο μαλεβιζώτης. Ίσως. Το θέμα είναι ανοιχτό στην έρευνα και δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα.
Περίφημος για την ιδιότυπη και περίπλοκη σούστα του ήταν ο μεγάλος Ρεθεμνιώτης λυράρης των αρχών του 20ού αιώνα Αντώνης Παπαδάκης (Καρεκλάς) –εντυπωσιακή, αν κάπως φθαρμένη, μνημειώδη ηχογράφηση της σούστας του Καρεκλά, από τον ίδιο τον Καρεκλά και το Στέλιο Φουσταλιέρη, βλ. στη γνωστή σειρά δίσκων «Πρωτομάστορες».Σερτός ή Συρτός ή Χανιώτης
Ίσως ο πιο δημοφιλής χορός στην Κρήτη σήμερα. Αποκαλείται και Χανιώτης, -ικος καθώς η διάδοση του αλλά και η γέννηση του με τη μορφή που τον συναντάμε σήμερα, έγινε στην περιοχή του νομού Χανίων και ειδικότερα στην περιοχή της Κισσάμου.
Ο συρτός ως χορός με μορφή που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, πρέπει να υπάρχει εκατοντάδες χρόνια στο νησί της Κρήτης. Οι βασικές μελωδίες του σημερινού Κρητικού συρτού πιθανόν να υπάρχουν στο νησί πιθανόν από την αρχαιότητα. Υπάρχει μία διαπίστωση του συνθέτη και μουσικοκριτικού Γιώργου Ι. Παπαδάκη για ύπαρξη γνωστών μελωδιών του κρητικού συρτού σε μουσική εργασία του ισπανικού συγκροτήματος “Εσπέριον” με θέμα τους χορούς και τη μουσική της Αναγέννησης. Το 1840 ο Εμμ. Βιβιλάκης από τις Βρύσες Αμαρίου, αναφέρει στο έργο του “Neugriechisches Leben, verglichen mit dem Altgriechischen; zur Eriduterung beider” (Βερολίνο 1840) τον χορό με τις ονομασίες Αποσυρτός ή Χανιώτικος και περιγράφει: “…Συγκροτείται από μια αλυσίδα ανδρών και γυναικών. Τους οδηγεί ο πρωτοχορευτής ο οποίος κρατάει στα χέρια του ένα όμορφο μαντήλι, πηγαίνοντας τρία βήματα μπροστά και δύο πίσω, κουνώντας το σώμα του και τα μέλη του με ένα σεμνό τρόπο, κάνοντας έτσι το λεγόμενο σισοκούνισμα”.
Μία εκδοχή για το Συρτό που αναφέρεται για πρώτη φορά το 1989 από τον Κ. Παπαδάκη ή Ναύτη και υποστηρίζει ότι ο χορός αυτός με τη σημερινή του μορφή πρωτοεμφανίζεται στα μέσα του 18ου αιώνα (1750) στην περιοχή των Λουσακιών της Κισσάμου με συνθέτη το Στέφανο Τριανταφυλλάκη ή Κιώρο. Η θεωρία αυτή δε φαίνεται πιθανή καθώς δεν υπάρχει προηγούμενο παγκοσμίως, δημιουργίας χορού “εν μια νυκτί”, όπως επίσης γιατί δεν έχει τεκμηριωθεί ελλείψη επαρκών ιστορικών πηγών και βασίζεται μόνο σε απόψεις με ιδιαίτερα τονισμένο το στοιχείο του τοπικισμού. Βέβαια τελευταία, γίνεται προσπάθεια αυτή η άποψη να επιβληθεί, αλλά μόνο ως αυθαίρετος ισχυρισμός μπορεί να λογίζεται όταν συμβαίνει αυτό.
Για τη μεγάλη πάντως εξάπλωση του συρτού σε όλο το νησί και την καθιέρωση του ως παγκρήτιου χορού καθοριστική ήταν η συμβολή του Ρεθεμνιώτη Ανδρέα Ροδινού, ενός λυράρη θρύλου που διασκέυασε παλιά συρτά με μεγάλη επιτυχία, αλλά και άλλων πρωτομαστόρων της μουσικής μας παράδοσης όπως των Γ. Κουτσουρέλη, Μ. Λαγού, Αλ. Καραβίτη, Κ. Παπαδάκη ή Ναύτη, κ.ά.
Η παρουσία όμως των δύο μεγάλων της λύρας Αθανασίου Σκορδαλού και Κων/νου Μουντάκη ήταν ο καταλύτης για την ολοκληρωτική επικράτηση του συρτού σε παγκρήτιο επίπεδο. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την επικράτηση του Συρτού ως χορού της νύφης στη θέση του Σιγανού, όπως ήταν παλαιότερα και την μονότονη θα λέγαμε επιμονή πολλών χορευτών να ζητάνε από τους μουσικούς στα γλέντια να παίζουν μόνο Συρτό.Σωτής
Λαϊκή διασκευή της γνωστής Πόλκας που έγινε γνωστή και διαδώθηκε στην Κρήτη, τουλάχιστον στο νομό Ρεθύμνης, αρχές του εικοστού αιώνα, μεταμορφωμένος σε ιδιότυπο ζευγαρωτό κρητικό χορό. Ιδιαίτερα παιχνιδιάρικος και ερωτικός, εξυπηρέτησε τις ανάγκες της εποχής παίρνοντας και σατιρική διάθεση.
Στα “γυρίσματά του” (τις μελωδίες του), που ήταν λίγα και απλά, τραγουδιούνταν ερωτικά και σατιρικά ρυθμικά δίστιχα, όπως:
Έχει καταγραφεί οπτικά και ηχητικά, όπως αποδίδεται από τους λυράρηδες Μανώλη Ακουμιανάκη (Χαντρακομανώλη, Γερακάρη Αμαρίου) και Στέλιο Διαμαντή (Διαμαντοστελή, Χάρκια Ρεθύμνης).Τριζάλης
Πηδηχτός χορός που χορευόταν στο Νομό Ρεθύμνου και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αμπαδιάς (νότιο τμήμα της επαρχίας Αμαρίου), με λαβή από τις παλάμες και λυγισμένους τους αγκώνες. Το όνομα του είναι σύνθετο από τις λέξεις τρία και ζάλα (βήματα) γι\’ αυτό και ονομάστηκε Τριζάλης. Συχνά χαρακτηρίζεται “Κουρουθιανός”, πράγμα που σημαίνει ότι συνηθιζόταν ιδιαίτερα στο χωριό Κουρούτες της Αμπαδιάς. Ο αείμνηστος Γ. Μουζουράκης αναφέρονταν στο χορό με τη μαντινάδα:
O Τσινιάρης είναι ένας χορός που έχει καταγραφεί στις Μέλαμπες Αγ. Βασιλείου του νομού Ρεθύμνου, ένα χωριό με μεγάλη μουσικοχορευτική παράδοση. Χορεύεται ακόμα και σήμερα ιδιαίτερα από παρέες ηλικιωμένων.
Είναι κυκλικός χορός, χορεύεται από άνδρες και γυναίκες που κρατάνε μεταξύ τους με τα χέρια στο ύψος των ώμων.Ο Τσινιάρης θυμίζει έντονα τον Χανιώτικο Συρτό. Η ομοιότητα αυτή υπάρχει και στα βήματα του χορού αλλά και στον σκοπό της μουσικής, ιδιαίτερα στο Ρεθυμνιώτικο ύφος του χορού. Ο μερακλής χορευτής Γερμανάκης Αντώνης ή Γερμαναντώνης από τις Μέλαμπες σε συζήτησή μας ήταν απόλυτος ότι ο Τσινιάρης είναι ξεχωριστός χορός από τον Συρτό και έτσι τον ζητούσαν από τον λυράρη. Η διαφορά του από τον Συρτό, που τον κάνει και ξεχωριστό χορό οφείλεται σε κάποιες απότομες κινήσεις που αλλάζουν την φορά του χορού στον κύκλο. Αυτές οι απότομες κινήσεις συνοδεύονταν με απότομα ανεβοκατεβάσματα στον σκοπό. Εδώ οφείλεται και το όνομα του χορού αφού οι κινήσεις αυτές θυμίζουν το απότομο λάκτισμα (τσινιά) των ζώων και ειδικά του αλόγου.
Ο Μελαμπιανός δασκάλος και λαογράφος Νίκος Φασατάκης στο δίτομο έργο του “Λαογραφία των Μελάμπων Ρεθύμνης” (έκδοση του Συλλόγου Μελαμπιανών Αθήνας «Οι Τέσσερις Μάρτυρες») αναφέρει: “…είχαμε μάλιστα κι άλλους χορούς: το λαζώτη, το μπανωμερίτη, το γκατσιπαδιανό, το τζινιάρη, τα τζορνεράκια και το ντριζάλη… Ο τσινιάρης είχε τσ’ άργιους (=αργούς στο ρυθμό) σκοπούς του σερτού, εκειουσάς που κάνουνε για καντάδα, και μερκά ’που τα ζάλα ντου.”
Μέσα από τις μελωδίες των χορών της Κρήτης μπορούμε να τους διακρίνουμε σε δύο κύρια είδη. Τους πηδηχτούς και τους συρτούς. Οι πηδηχτοί (γρήγοροι) χοροί πιθανόν να έλκουν την (κοινή) καταγωγή τους από την αρχαιότητα με κοινή καταγωγή τις Πυρρίχιες μελωδίες. Για τους συρτούς (αργούς) χορούς βρίσκουμε αρκετά κοινά στοιχεία με περιγραφές για συρτούς χορούς των αρχαίων Ελλήνων.
Ας τους δούμε αναλυτικά:
Αγκαλιαστός
Tο όνομα του το πήρε από την ιδιότυπη λαβή, μοναδική για τα δεδομένα της Κρήτης, με την οποία πιάνονται οι χορευτές. Βάζουν το αριστερό χέρι τους πάνω από τον δεξιό ώμο τους κρατώντας συνήθως μαντίλι του οποίου την άκρη ρίχνουν στην πλάτη τους. Την άκρη αυτή κρατά με το δεξί χέρι ο επόμενος χορευτής ή χορεύτρια. Οι χορευτές έτσι φαίνονται σαν αγκαλιασμένοι γι΄ αυτό και ο χορός λέγεται Αγκαλιαστός.
Ο χορός αυτός ήταν πασίγνωστος σε όλη την Ανατολική Κρήτη και ήταν ο αγαπημένος χορός των νέων προπολεμικά. Ο λόγος όμως που τον έκανε λαοφιλή δεν ήταν μόνο η ευκολία του αλλά και γιατί έδινε την δυνατότητα στους νέους να αγκαλιάσουν τις νέες με τις οποίες χόρευαν.
Ανωγειανός (Μυλοποταμίτικος) Πηδηχτός
Ανδρικός κυρίως χορός που χορεύεται κυρίως στην περιοχή των Ανωγείων, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους πηδηχτούς βηματισμούς και τα δυνατά χτυπήματα των ποδιών στο έδαφος, φαίνεται ότι αποτελεί ένα απόηχο του αρχαιότατου χορού των Κουρητών τον Πυρρίχιο. Τα χέρια των χορευτών πιάνονται από τις παλάμες χιαστί και εκτελούν χορό δώδεκα βημάτων (έξι μπρος, έξι πίσω).
Απανωμερίτης
Ο προβατινίστικος χορός ή προβατίνα ή απανωμερίτης ή νταγκουνάκι ή σανδαλάκι, είναι ένας από τους παλιούς τοπικούς χορούς της Κρήτης. Χορεύονταν στο Αμάρι και στην επαρχία Aγ. Βασιλείου του νομού Ρεθύμνου, μα και σ’ άλλα χωριά του Ρεθύμνου και προς τα Ηρακλειώτικα μέχρι και λίγο μετά τον πόλεμο. Τον λέγανε προβατινίστικο, γιατί στις κινήσεις του ο χορευτής χτυπάει το πόδι του στη γη, όπως κάνουνε τα πρόβατα όταν θα νευριάσουν! Μαρτυρίες μεγαλύτερων σε ηλικία κατοίκων της επαρχίας Αμαρίου αναφέρουν ότι τραγουδούσαν και μαντινάδες πάνω στο σκοπό του Απανωμερίτη, οι οποίες όμως δε διασώζονται στη μνήμη τους…Αράπικος
Ήταν ένας εύθυμος, σατυρικός και “ελευθεριάζων” χορός (όπως τον χαρακτηριζει ο δάσκαλος και λαογράφος Στ. Αποστολάκης στο βιβλίο του “Τα λαογραφικά του χορού στη Δυτική Κρήτη”). Σύμφωνα με τους ερευνητές Γιάννη Παναγιωτάκη και Γιώργη Λαγκαδινό (βλ. τις ανεξάρτητες ανακοινώσεις τους στο 11ο Συνέδριο των Κρητών Φοιτητών, Ελούντα 6.8.2005), ο αράπικος χορευόταν σε όλη την Κρήτη. Μερικές φορές μάλιστα κατέληγαν σ\’ αυτόν, τα ξημερώματα, ακόμη και γαμήλια γλέντια!
Όταν είχαν αποχωρήσει τα γυναικόπαιδα, οι τελευταίοι άντρες γλεντιστάδες επιδίδονταν στον αράπικο, μιμούμενοι ερωτικές κινήσεις ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα (δυο μεταμφιεσμένοι άντρες, ο ένας σε γυναίκα κι ο άλλος, “μουζωμένος”, δηλαδή μουτζουρωμένος, σε “αράπη”), και συμβόλιζαν έτσι την έντονη ερωτική επίδοση του νεόνυμφου ζευγαριού (που κι αυτό είχε ήδη αποχωρήσει για ύπνο). Η μίμηση αυτή δεν εθεωρείτο προσβλητική, γιατί ξεσπούσαν σε ευχετικά επιφωνήματα “άντε και καλούς απογόνους” κ.τ.λ. (Παναγιωτάκης).
Συνήθως βέβαια, όπως φαίνεται, ο αράπικος χορευόταν τις απόκριες. Η μορφή του παραπέμπει καθαρά σε αρχαία διονυσιακά δρώμενα, σε γιορτές γονιμότητας για τη φύση κ.τ.λ., πράγμα που δεν είναι ασυνήθιστο στην Κρήτη, όπως και σε όλη την Ελλάδα βέβαια. Ανάλογα δρώμενα με έντονα στοιχεία αρχαίων τελετών γονιμότητας (π.χ. ψεύτικα γενητικά όργανα κρεμασμένα σε μεταμφιεσμένους ή σε ανδρείκελα, δηλαδή ομοιώματα ανθρώπων) παρατηρούνται και σε άλλα κρητικά αποκριάτικα έθιμα, όπως ο “Καντής” στην επαρχία Αμαρίου και ίσως και αλλού, που σατιρίζει τον Τούρκο ιεροδικαστή (καδή). Αλλο αποκριάτικο έθιμο με στοιχεία ερωτικής σάτιρας (δηλαδή γονιμικά στοιχεία) είναι ο “Καουκάς”, που γίνεται ακόμη, μερικές φορές, στο Μελιδόνι Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης (αρπαγή κοπέλας από σαρακηνό και εικονικός γάμος) κ.λ.π. Ίσως λοιπόν ο αράπικος δεν είναι “εισαγόμενος” χορός, αλλά κατάλοιπο αρχαίων εθίμων, και το όνομά του να προέρχεται από τη μεταμφίεση του συμβολικού “άντρα” σε “αράπη”. Η μεταμφίεση αυτή οφειλόταν πιθανόν στην ιδέα για την …έντονη σεξουαλική επίδοση των κατοίκων της Αφρικής, που ήταν γνωστοί στην Κρήτη μόνον ως δούλοι, αχθοφόροι ή κουρσάροι πολεμιστές, και φυσικά ήταν αδύνατον να προσεγγιστούν με τα σημερινά κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα (δεν υπάρχει, δηλαδή, ρατσισμός σ\’ αυτή την παλιά αντιμετώπιση, αλλά οφειλόταν σε ιστορικές και κοινωνικές συγκυρίες – τις ίδιες που προκάλεσαν και τη μορφή του “αράπη”-στοιχειού των παραμυθιών του παλιού καιρού)…
Εθιανός Πηδηχτός
Μια ακόμα εκδοχή του πηδηχτού χορού της Κρήτης. Ο μουσικός της περιοχής που παρουσίασε τον Εθιανό (πήρε την ονομασία του από το χωριό Εθιά των Αστερουσίων Ορέων) πηδηχτό, είναι ο λυράρης Φουστάνης, από τους πρωτομάστορες μουσικούς, του οποίου όμως δεν έχουν διασωθεί ηχογραφήσεις.
Zερβόδεξος
Ένας ένας εύθυμος και κωμικός χορός και ταιριάζει με το πνεύμα των Αποκριών. Ονομάζεται ζερβόδεξος γιατί οι χορευτές χορεύουν πότε με κατεύθυνση προς τα ζερβά (αριστερά) και πότε προς τα δεξιά. Η αλλαγή της πορείας γίνεται όταν ο λυράρης παίξει κάποιο συγκεκριμένο υψηλό φθόγγο. Οι συνεχείς αυτές στροφές συμβάλλουν στην εύθυμη ατμόσφαιρα του χορού, πολύ περισσότερο όταν, συχνά, ο λυράρης “κατευθύνει” τους χορευτές έξω απο το καφενείο ή την πλατεία, όπου γίνεται το γλέντι ή πάνω σε τοίχους, σε ρυάκια κ.λ.π. Στο χορό λέγονταν συνήθως σατιρικές μαντινάδες (πολλές με αποκριάτικο θέμα), όπως οι παρακάτω:
Ηρθανε πάλι οι γι-Αποκρές κι όλοι κουζουλαθήκαν
κι οι γράδες κι οι μπαμπόγριες σαν κοπελιές ντυθήκαν.
Τσι μηζηθρόπιτες θωρώ απάνω στο τραπέζι
μα η κοιλιά μου ειν’αδειανή και σαν τη λύρα παίζει.
Ελάστε να γλεντήσομε, μασκάρες να ντυθούμε
τσι κουζουλούς να κάνομε, να μην κουζουλαθούμε!
Απόσταν εγεννήθηκα δεν ήφαγα λαζάνια (είδος ζυμαρικού)
μα τσ’αποκρές τα ψήσαμε κι ήφαγα δυο καζάνια.
Ήφυγε δα κι η γι-αποκρά, με γλέντια με τραγούδια,
και ήρθεν η Σαρακοστή μ’ελιές και με λουμπούνια!
Ο Λαζανάς ψυχομαχεί κι ο Μακαρούνης κλαίει
κι ο Κρόμμυδος σουσουραδεί και στο τραπέζι βγαίνει!
Ο Κρέως εξεψύχησε κι ο Τύρος αποθαίνει
και ο καημένος ο Κουκιάς μεσ’ στο τραπέζι μπαίνει.
“Μερακλίδικος” χορός της περιοχής της Μεσσαράς (καταγράφηκε πάντως και σε χωριό του Αμαρίου Ρεθύμνου), με ιδιαίτερη μουσική και στίχο. Τα ζάλα του (τα βήματά του) σχετίζονται με το σιγανό της ανατολικής Κρήτης, αλλά το ύφος του, ανάλογα με την ταχύτητά του, μπορεί να παραλληλιστεί και με το ύφος του λαζώτη.
Το όνομά του μάλλον το οφείλει στην επωδό «κανέλλα μου με τ’ άνθη» που παρεμβάλλεται κατά το τραγούδισμα των μαντινάδων. Τα βήματα και η μουσική του καταγράφηκαν στα Καπαριανά Ηρακλείου (δίπλα στις Μοίρες) τη δεκαετία του 1990 από τον ερευνητή και εκδότη του «Κρητόπολις» Γιάννη Παναγιωτάκη, ο οποίος αργότερα δίδαξε την κανέλλα ως χοροδιδάσκαλος στον Πολιτιστικό Όμιλο των Φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από το Μανώλη Ακουμιανάκη ή Χαντρακομανώλη, λυράρη και λαϊκό ποιητή από το Γερακάρι, καταγράψαμε την παρακάτω μαντινάδα:
Γαρέφαλο,γαρέφαλο, κανέλα και κανέλα
σε τάιζεν η μάνα σου και σ’ έκανε κοπέλα
Λαζώτης ή Λαζώτικος
Από τους ξεχασμένους χορούς της Κρήτης, μάλλον Ποντιακής καταγωγής, του οποίου η μελωδία είναι ακόμα πασίγνωστη στην Κρήτη αλλά χορεύεται όλο και πιο σπάνια. Χορεύονταν στην κεντρική Κρήτη (έχει καταγραφεί στην περιοχή της Μεσσαράς Ηρακλείου και στις επαρχίες Αμαρίου, Αγίου Βασιλείου και Ρεθύμνου του νομού Ρεθύμνου). Αναφερόμαστε στο πασίγνωστο “Κάνε με κυρά γαμπρό” όπως πέρασε στη δισκογραφία από τον Κώστα Μουντάκη (1976, δίσκος 33″ Ξεφάντωμα, Standard 2007), το οποίο αρκετά συχνά χορεύεται ως χασαποσέρβικο(!) δείγμα της άγνοιας αρκετών για την χορευτική μας παράδοση. Από τον Μάνο Μουντάκη έχουμε την μαρτυρία ότι ο πατέρας του άκουσε την μελωδία του τραγουδιού: «Κάνε με κυρά γαμπρό» από την μητέρα του, την οποία μελωδία συχνά την σιγοτραγουδούσε στο σπίτι τους.
Χορός που προέρχεται από την παράδοση του Πόντου με δύο πιθανές ερμηνείες για την καταγωγή του. Είτε λοιπόν ήρθε στην Κρήτη από τους Λαζούς (λαός της περιοχής του Εύξεινου Πόντου) γύρω στον 17ο-18ο αιώνα, ή μεταφέρθηκε από Κρήτες πολεμιστές που πολέμησαν στους Βαλκανικούς πολέμους στις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι Πόντιοι μερικές φορές επονομάστηκαν εσφαλμένα «Λαζοί» από ντόπιους πληθυσμούς της Μακεδονίας, στην οποία είχαν έρθει ως πρόσφυγες. Όμως οι Λαζοί δεν είναι Πόντιοι, αλλά μουσουλμανική φυλή της Μικράς Ασίας, εντελώς διαφορετική και εχθρική προς τους Ποντίους. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο, αν ο λαζώτης πήρε το όνομά του από Πόντιους, είναι πιθανότερο να εμφανίστηκε στην Κρήτη τον 20ό αιώνα (κατά τον οποίο υπήρξε η σύγχυση Πόντιων και Λαζών) και όχι παλαιότερα, π.χ. με τους στρατιώτες του Νικηφόρου Φωκά ή τα 12 αρχοντόπουλα. Υπενθυμίζουμε βέβαια και ότι το λάζο είναι ένα είδος μαχαιριού, αλλά η κατάληξη –ώτης (πάντα με ω) δηλώνει καταγωγή, άρα το όνομα του χορού δεν είναι πιθανόν να σχετίζεται με το λάζο. Ο χορός καταγράφεται και ως λαζέικος, πάλι συναφές («ο χορός των Λαζών», όπως π.χ. ζεϊμπέκικος, ο χορός των ζεϊμπέκηδων).
Λασιθιώτικος Πηδηχτός
Χορός που ανήκει στην οικογένεια των πηδηχτών χορών της Κρήτης. Στο Λασηθιώτικο πηδηχτό απεικονίζεται όλη η αρχοντιά και η σεμνότητα των ανθρώπων της ανατολικής Κρήτης. Στην Σητεία τον λένε “Στειακό” και στην Ιεράπετρα “Γεραπετρίτικο” (παλιά στην Ιεράπετρα λεγόταν συνήθως “Κρητικός χορός”).
Αναμφισβήτητα είναι ο αντιπροσωπευτικότερος χορός της ανατολικής Κρήτης, στον οποίο χαρακτηρίζονται μα και εκτιμώνται τόσο οι επιδέξιοι χορευτές όσο και οι καλοί οργανοπαίχτες. Αρχίζει με αργή ρυθμική αγωγή και προοδευτικά γίνεται γρήγορος αλλά και συγκρατημένος χωρίς ποτέ να ξεπερνά τα όρια και να καταλήγει σαν διονυσιακός. Πάντα όταν ο χορός φτάνει προς το τέλος, ο βιολάτορας “γυρίζει” στην “ασκομπαντούρα” δηλαδή στην απομίμηση του ήχου της. Ο πηδηχτός έχει κάποιες μικρές παραλλαγές στη Σητεία, την Ιεράπετρα και το Μεραμπέλλο τόσο στα βήματα αλλά και στη μελωδία η οποία παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία.
Λουβιάρης
Ιδιαίτερος τοπικός χορός που η παρουσία του μαρτυρείται στην Ελούντα Λασηθίου και το όνομά του σημαίνει «λεπρός» (λούβα = λέπρα). Τα βήματα και η μουσική του δεν έχει ακόμη καταστεί δυνατόν να εντοπιστούν. Η ύπαρξή του προφανώς οφείλεται στην τραγική παρουσία του χωριού των λεπρών, που λειτούργησε μέχρι τη δεκαετία του 1960 στο νησί Σπιναλόγκα, απέναντι από την Ελούντα. Η άγνωστη σε μας μορφή του χορού και η συμβολική, πιθανώς, σχέση του με τη «νόσο του Χάνσεν» διεγείρουν τη φαντασία και το ενδιαφέρον όχι μόνον από λαογραφική αλλά και από κοινωνιολογική σκοπιά.
Μανάς
Τοπική παραλλαγή του σιγανού, καταγεγραμμένη από το Δημήτρη Σγουρό στην περιοχή της Κριτσάς Μεραμπέλλου (νομός Λασιθίου). Το όνομά του προέρχεται από το “τσάκισμα” (επωδό) “Για το Θεό, μανά μου!”, που λέγεται ανάμεσα στις μαντινάδες.
Μαλεβιζιώτικος ή Μαλεβιζώτης ή Καστρινός
Πηδηχτός χορός της κεντρικής Κρήτης, που χορεύεται και από άντρες και από γυναίκες. Το όνομά του δηλώνει προέλευση από το Κάστρο (Ηράκλειο) ή από την επαρχία Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Σε ορισμένα χωριά του νομού Ρεθύμνου έχει καταγραφεί και ως Κουγίτης.
Σήμερα τα ονόματα καστρινός και μαλεβιζώτης αναφέρονται στον ίδιο χορό, έναν από τους λίγους παραδοσιακούς χορούς που έχουν απομείνει σε λειτουργία στην Κρήτη. Όσο μπορούμε να καταλάβουμε όμως από τα σπαράγματα της μουσικοχορευτικής παράδοσης που μπορούν ακόμη να μελετηθούν, ο πηδηχτός του νομού Ηρακλείου διαφοροποιείται στο χορευτικό ύφος κατά περιοχές και γίνεται καστρινός πηδηχτός, μαλεβιζώτικος πηδηχτός, μοχιανός πηδηχτός (χωριό Μοχός), εθιανός πηδηχτός (χωριό Εθιά) κ.λ.π. Στην ίδια οικογένεια φαίνεται να ανήκει και ο περίφημος στειακός πηδηχτός (Σητεία) του νομού Λασηθίου που αναφέραμε πιο πάνω. Σε κάθε περιοχή, από τους ντόπιους ο χορός ονομαζόταν απλός «πηδηχτός», ενώ οι κάτοικοι άλλων περιοχών τον χαρακτήριζαν με τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς που αναφέραμε.
To 1840, ο Εμμ. Βυβιλάκης μιλάει για Πηδηχτό χορό, που κατά τη γνώμη του συνδέεται με τον αρχαίο Πυρρίχη, και μάλιστα για πρώτη φορά καταγράφεται η συνήθεια να χορεύεται μετά το συρτό (αποσυρτό όπως τον αναφέρει), κάτι που συμβαίνει ακόμα και σήμερα στην Κρήτη.
Η λαογράφος Ευαγγελία Κ. Φραγκάκι, στο άρθρο της «Το Δημοτικό Τραγούδι της Κρήτης» (περιοδικό «Κρητική Πρωτοχρονιά» 1962, σελ. 63-77), αναφέρει ότι «στη μουσική του καστρινού, εκτός από τις μαντινάδες, παρεμβάλλεται και η μελωδία του Ερωτοκρίτου, ίσως για να πάρουν ανάσα οι χορευτές. Ο κ. Γ. Ι. Χατζηδάκης, προ πολλών ετών, εδημοσίευσε τη μουσική του πηδηχτού, παρεμβάλλοντας και τη μελωδία του Ερωτοκρίτου».
Στη σύγχρονη Κρήτη το ιδιαίτερο χορευτικό ύφος των διαφόρων περιοχών έχει ισοπεδωθεί (σώζεται μόνο στους τελευταίους ηλικιωμένους χορευτές που ζουν ακόμη) και ο σημερινός καστρινός – μαλεβιζώτης, που διδάσκεται στις σχολές χορού και παίζεται από τους Κρητικούς λαϊκούς μουσικούς, είναι ο «γενικός κληρονόμος» της μουσικοχορευτικής παράδοσης του πηδηχτού της κεντρικής και ανατολικής Κρήτης.
Σημειωτέον ότι στο νομό Ρεθύμνης, όπου ο καστρινός ήταν ήδη πολύ διαδεδομένος και αγαπητός τουλάχιστον από τις αρχές του 20ού αιώνα, πηδηχτός ονομάζεται ο γρήγορος πεντοζάλης, ενώ συγκεκριμένα στην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης υπήρχε ιδιαίτερος πηδηχτός, ο ονομαζόμενος σήμερα συμβατικά από τους ερευνητές ανωγειανός πηδηχτός.
Ντάμες
Συρτός (ή σούστα σε ορισμένα χωριά) που χορεύεται από ζευγάρια, και συναντάται κυρίως στο νομό Ρεθύμνου. Συνηθιζόταν να χορεύεται σε στιγμές χαράς και ευθυμίας, κυρίως τις απόκριες. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες, με τη γυναίκα να κρατάει την άκρη ενός μαντηλιού με το αριστερό της χέρι και δίπλα της να πιάνει την άλλη άκρη ένας άντρας μέχρι τη στιγμή που ο λυράρης θα φωνάξει “ντάμα”, οπότε κάθε άντρας αφήνει το μαντήλι της ντάμας του για να πιάσει δίπλα σε αυτήν που είναι μπροστά του. Ο χορευτής που βρίσκεται στο τέλος μένει συνήθως μόνο με τη συνοδεία μιας καρέκλας (γιατί οι γυναίκες είναι σκόπιμα κατά μία λιγότερες)! Εκτενή αναφορά στο χορό κάνει και ο Γ. Ψυχουντάκης από την Ασή Γωνιά Ρεθύμνου στο βιβλίο του “Αετοφωλιές στην Κρήτη”
Ντουρνεράκια
Ο γνωστός Χασαποσέρβικος χορός, ο οποίος πέρασε στη δισκογραφία από τον Κώστα Μουντάκη την δεκαετία του 1960. Από αφηγήσεις γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον στο νομό Ρεθύμνου χορεύονταν από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Ξενομπασάρης
Το όνομα του το οφείλει στη μαντινάδα που τραγουδιέται πάντα πρώτη κατά τη διάρκεια του χορού:
Ξενομπασαριακάκι μου ξενομπασάρικο μου
Σγουρό βασιλικάκι μου και να σουνε δικό μου
Παλαιότερα τον χόρευαν και τον τραγουδούσαν σε κάθε γλέντι ιδιαίτερα στα ορεινά χωριά της Ιεράπετρας και στο κάτω Μεραμπέλλο (όπου τον λένε “Μάνα”).
Ήταν πασίγνωστος μέχρι και τη δεκαετία του 60. Είναι στρωτός και αργός χορός που μοιάζει με το Σιγανό που χορεύουν σήμερα. Είναι χρήσιμο εδώ να αναφέρουμε ότι τα παλιά χρόνια στην Ιεράπετρα δε γνώριζαν το Σιγανό. Αυτός ήρθε τα τελευταία χρόνια από την κεντρική Κρήτη, όπως λένε οι παλαιότεροι. Μπορούμε να πούμε με επιφύλαξη πως ο Ξενομπασάρης είναι μια παλιά τοπική μορφή του σιγανού χορού. Βέβαια όσοι έζησαν τη χρήση και των δύο αυτών χορών, έχουν όλοι τους την άποψη ότι άλλος ο ένας χορός και άλλος ο άλλος
Πεντοζάλης – Σιγανός – Πηδηχτός
Ο πεντοζάλης, ιδιαίτερα διαδεδομένος με διάφορες μορφές σε όλη την Κρήτη. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες, συνοδεύεται από πλήθος μελωδιών, τις γνωστές κοντυλιές (η λέξη από τον “κόντυλα”, το στέλεχος του καλαμιού, με το οποίο κατασκευάζονταν τα χαμπιόλια, δηλαδή τα κρητικά πνευστά). Οι κοντυλιές ήταν, και είναι, οι κατ’ εξοχήν τραγουδιστικές μελωδίες, στις οποίες διασταυρώνονταν οι μαντινάδες ή λέγονταν μακροσκελείς ρίμες από όλους τους “παρεϊστάδες” ή τους “γλεντιστάδες”, είτε χόρευαν είτε όχι.
Η σχέση του σιγανού – πεντοζάλη με τον πηδηχτό παραμένει ακόμα αδιευκρίνιστη παρά τις κατά καιρούς θεωρίες που έχουν διατυπωθεί. Η παλαιότερη λαβή του είναι με τα χέρια πιασμένα χιαστί ανάμεσα στους χορευτές.
Η λαογράφος Ευαγγελία Κ. Φραγκάκι, στο άρθρο της «Το Δημοτικό Τραγούδι της Κρήτης» (περιοδικό «Κρητική Πρωτοχρονιά» 1962, σελ. 63-77), αναφέρει τη μαρτυρία του Θρασύβουλου Μαρκίδης, 85 ετών τότε, ότι γύρω στο 1895 ο χορός στο Ηράκλειο άρχιζε με σιγανό που συνοδευόταν με το σκοπό «αθάνατος» και κατόπιν γύριζε σε πηδηχτό. Πάνω στη μουσική του πηδηχτού τραγουδούσαν μαντινάδες. Εκτός από τις κοινές μαντινάδες τραγουδούσαν και μαντινάδες του Ερωτόκριτου.
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης (Ι. Κονδυλάκη, «Τα Άπαντα», τόμ. β΄, έκδ. 1961, σελ. 250-251), στον «Πατούχα», περιγράφει το σιγανό να ακολουθεί τον πηδηχτό και αναφέρει ότι «ο σιγανός χορός επιτρέπει εις τους χορευτάς να τραγουδούν και άσματα με ρυθμούς πλατείς και βραδείς», όπου «έκαστον ημιστίχιον επαναλαμβάνεται υπό ολοκλήρου του χορού» [σ.σ.: δηλ. όλων των χορευτών]. Ως τραγούδι του χορού αναφέρει την παραλογή του γυρισμού του ξενητεμένου.
Σύμφωνα με το Γ. Χατζηδάκη («Κρητική Στοά» Β΄ σελ. 309), ο σιγανός χορός χορευόταν στα χαρέμια των Τουρκοκρητών περισσότερο με αφηγηματικά τραγούδια παρά με μαντινάδες, λόγω του αποκλεισμού των αντρών μουσικών εκεί.
Στην απήχηση του πεντοζάλη αναφέρεται η παλιά μαντινάδα, που καταγράφηκε στο Αποδούλου Αμαρίου (περίφημα τα “αμαριώτικα πεντοζάλια”, ιδιαίτερα και στο χορευτικό ύφος τους):
Αλλο χορό δε ρέγομαι παρά τον πεντοζάλη,
απού τονέ χορεύουνε ούλοι, μικροί μεγάλοι.
Αλλο χορό δε ρέγομαι παρά τον πεντοζάλη
που τρία ζάλα (=βήματα) πάει μπρος και δυό γιαγέρνει(=γυρίζει) πάλι
Γυναικείος χορός που εντοπίζεται, τουλάχιστον στις μέρες μας, στην επαρχία Κισσάμου, ένας από τους τοπικούς χορούς των Χανίων, που ατόνησαν από τα μέσα του 20ου αιώνα λόγω των πολιτισμικών και κοινωνικών συνθηκών. Το ύφος της μουσικής του συγγενεύει με Αιγιοπελαγίτικα μουσικά ιδιώματα, υπενθυμίζοντας ότι η Κρήτη στεφανώνεται από τη “μεγάλη μάνα” των Ελλήνων, τη θάλασσα.Ρουμαθιανή σούστα
Eίναι ένας από τους πολλούς ξεχασμένους χορούς της Κρήτης με καθαρά τοπική σημασία. Την συναντάμε και με την ονομασία Ρουματσίτικη ή Γιτσικιά σούστα. Από τους ίδιους τους τοπικούς χορευτές ονομάζεται απλώς σούστα.
Είναι κυκλικός χορός, ο οποίος ανήκει και αυτός στην παμπάλαια ιστορία του πυρρίχιου ή καλύτερα μια εκδοχή πυρρίχιου χορού στα Χανιά. Και ακριβώς λόγω της τοπικής της σημασίας (Παλιά Ρούματα Κισσάμου) πήρε το όνομα Ρουμαθιανή. Κάτι ανάλογο με τους πυρρίχιους χορούς της υπόλοιπης Κρήτης (Μαλεβιζιώτης, Όρτσες, Λασηθιώτικος πηδηκτός κλπ.). Στα Χανιά συναντάμε αυτό τον χορό με κάποια συγκεκριμένα μουσικά γυρίσματα και βήματα (τρία μπρός – πίσω) αλλά με κάποια ιδιαίτερη μορφή, χωρίς να μοιάζει δηλαδή με την σούστα του Ρεθύμνου. Εκτελείται μόνο από άνδρες, που ο πρώτος κάνει κάποια ταλίμια και οι υπόλοιποι τον ακολουθούν σε αυτά.
Τα όργανα που αποδίδουν την Ρουμαθιανή σούστα είναι κυρίως το βιολί με λαγούτο και το θιαμπόλι με λαγούτο ή και μόνο του. Σήμερα αυτός ο χορός σπανίζει, εκτός από ελάχιστα χορευτικά συγκροτήματα που τον ξαναβγάζουν στο προσκήνιο και χορεύεται κυρίως στην Κίσσαμο και ως επί το πλείστον στα Παλιά Ρούματα.Σούστα
Γνωστός κρητικός πηδηχτός χορός, από τους επιζώντες στην εποχή μας και θεωρούμενους πλέον ως «παγκρήτιους». Η προέλευσή του είναι από το νομό Ρεθύμνης, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται συχνά «ρεθεμνιώτικη σούστα», αν και από τους ίδιους τους χορευτές της πόλης και των χωριών του Ρεθέμνους λεγόταν και λέγεται πάντα απλώς σούστα. Τα τρία βασικά βήματα, που μοιάζουν με πηδηματάκια και κάνουν τα σώματα των χορευτών να μοιάζουν σαν να ωθούνται από κάποιο ελατήριο (να “σουσταρίζουν”), είναι πιθανόν ο λόγος που ο χορός μετονομάστηκε την περίοδο της Ενετοκρατίας σε “σούστα”, από την ιταλική λέξη susta που σημαίνει έλασμα, ελατήριο. Δεν είναι γνωστό το προηγούμενο όνομά του.
Είναι ζευγαρωτός χορός, χορεύεται από ζεύγη άνδρα και γυναίκας, ιδιαίτερα ερωτικός, με πολλές φιγούρες των χεριών ενώ τα βήματα των ποδιών παραμένουν σχεδόν πάντα ίδια (ή γίνονται σταυρωτά για λίγη ώρα, ως φιγούρα). Η σούστα έχει απλά βήματα (αναπηδήσεις μία φορά εναλλάξ στο κάθε πόδι, ακολουθώντας το ρυθμό), αλλά δεν είναι απλός χορός, γιατί ο καλός χορευτής –ή το καλό ζευγάρι– της δίνει ομορφιά με τη «χάρη» του (τη λεπτότητα και τον ερωτισμό που αποπνέουν οι κινήσεις του, που ποτέ δεν πρέπει να εκχυδαϊστούν ούτε να λικνίζεται ο κορμός του) και με την καλή γνώση στις πολλές φιγούρες των χεριών.
Η σούστα, ως γνωστόν, ήταν η μόνη ευκαιρία των νέων διαφορετικού φύλου όχι μόνο να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο αλλά και να αγγιχτούν (στα χέρια) και να εκφράσουν με κάθε κίνηση και βλέμμα τον ερωτισμό τους. Φυσικά στις κρητικές κοινωνίες του παρελθόντος, που ήταν όλες αυστηρών ηθών, σούστα χόρευαν συνήθως συγγενείς (αδερφός με αδερφή, ξάδερφος με ξαδέρφη), παντρεμένα ζευγάρια κ.λ.π., ενώ το χορευτικό ζευγάρι μεταξύ «ξένων» νέων χρειαζόταν προσοχή, γιατί προκαλούσε κοινωνικά σχόλια. Κατ’ εξαίρεσιν μπορεί να χορευόταν από δύο κοπελιές μόνες τους (ως χορευτικό ζεύγος), όταν «δεν είχαν καβαλιέρο». Την ανάγκη αυτή της προσέγγισης των δύο φίλων ήρθαν αργότερα (τον εικοστό αιώνα) να εξυπηρετήσουν οι «ευρωπαϊκοί» χοροί, ταγκώ και βαλς, αλλά και η πόλκα, που έγινε πολύ αγαπητή στο νομό Ρεθύμνης ως «σωτής».
Η συσχέτιση της σούστας με τον αρχαίο πυρρίχιο είναι ένας μεγάλος πειρασμός για τους ερευνητές, λόγω του αρχεγονικού χαρακτήρα της. Συχνά λέμε ότι η σούστα ήταν πολεμικός χορός και με την πάροδο των αιώνων μετεξελίχθηκε σε ερωτικό. Λέγεται ακόμη ότι αποτελεί τη βάση από την οποία αναπτύχθηκαν άλλοι, περιπλοκότεροι, χοροί με «σουστάρισμα» όπως ο μαλεβιζώτης. Ίσως. Το θέμα είναι ανοιχτό στην έρευνα και δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα.
Περίφημος για την ιδιότυπη και περίπλοκη σούστα του ήταν ο μεγάλος Ρεθεμνιώτης λυράρης των αρχών του 20ού αιώνα Αντώνης Παπαδάκης (Καρεκλάς) –εντυπωσιακή, αν κάπως φθαρμένη, μνημειώδη ηχογράφηση της σούστας του Καρεκλά, από τον ίδιο τον Καρεκλά και το Στέλιο Φουσταλιέρη, βλ. στη γνωστή σειρά δίσκων «Πρωτομάστορες».Σερτός ή Συρτός ή Χανιώτης
Ίσως ο πιο δημοφιλής χορός στην Κρήτη σήμερα. Αποκαλείται και Χανιώτης, -ικος καθώς η διάδοση του αλλά και η γέννηση του με τη μορφή που τον συναντάμε σήμερα, έγινε στην περιοχή του νομού Χανίων και ειδικότερα στην περιοχή της Κισσάμου.
Ο συρτός ως χορός με μορφή που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, πρέπει να υπάρχει εκατοντάδες χρόνια στο νησί της Κρήτης. Οι βασικές μελωδίες του σημερινού Κρητικού συρτού πιθανόν να υπάρχουν στο νησί πιθανόν από την αρχαιότητα. Υπάρχει μία διαπίστωση του συνθέτη και μουσικοκριτικού Γιώργου Ι. Παπαδάκη για ύπαρξη γνωστών μελωδιών του κρητικού συρτού σε μουσική εργασία του ισπανικού συγκροτήματος “Εσπέριον” με θέμα τους χορούς και τη μουσική της Αναγέννησης. Το 1840 ο Εμμ. Βιβιλάκης από τις Βρύσες Αμαρίου, αναφέρει στο έργο του “Neugriechisches Leben, verglichen mit dem Altgriechischen; zur Eriduterung beider” (Βερολίνο 1840) τον χορό με τις ονομασίες Αποσυρτός ή Χανιώτικος και περιγράφει: “…Συγκροτείται από μια αλυσίδα ανδρών και γυναικών. Τους οδηγεί ο πρωτοχορευτής ο οποίος κρατάει στα χέρια του ένα όμορφο μαντήλι, πηγαίνοντας τρία βήματα μπροστά και δύο πίσω, κουνώντας το σώμα του και τα μέλη του με ένα σεμνό τρόπο, κάνοντας έτσι το λεγόμενο σισοκούνισμα”.
Μία εκδοχή για το Συρτό που αναφέρεται για πρώτη φορά το 1989 από τον Κ. Παπαδάκη ή Ναύτη και υποστηρίζει ότι ο χορός αυτός με τη σημερινή του μορφή πρωτοεμφανίζεται στα μέσα του 18ου αιώνα (1750) στην περιοχή των Λουσακιών της Κισσάμου με συνθέτη το Στέφανο Τριανταφυλλάκη ή Κιώρο. Η θεωρία αυτή δε φαίνεται πιθανή καθώς δεν υπάρχει προηγούμενο παγκοσμίως, δημιουργίας χορού “εν μια νυκτί”, όπως επίσης γιατί δεν έχει τεκμηριωθεί ελλείψη επαρκών ιστορικών πηγών και βασίζεται μόνο σε απόψεις με ιδιαίτερα τονισμένο το στοιχείο του τοπικισμού. Βέβαια τελευταία, γίνεται προσπάθεια αυτή η άποψη να επιβληθεί, αλλά μόνο ως αυθαίρετος ισχυρισμός μπορεί να λογίζεται όταν συμβαίνει αυτό.
Για τη μεγάλη πάντως εξάπλωση του συρτού σε όλο το νησί και την καθιέρωση του ως παγκρήτιου χορού καθοριστική ήταν η συμβολή του Ρεθεμνιώτη Ανδρέα Ροδινού, ενός λυράρη θρύλου που διασκέυασε παλιά συρτά με μεγάλη επιτυχία, αλλά και άλλων πρωτομαστόρων της μουσικής μας παράδοσης όπως των Γ. Κουτσουρέλη, Μ. Λαγού, Αλ. Καραβίτη, Κ. Παπαδάκη ή Ναύτη, κ.ά.
Η παρουσία όμως των δύο μεγάλων της λύρας Αθανασίου Σκορδαλού και Κων/νου Μουντάκη ήταν ο καταλύτης για την ολοκληρωτική επικράτηση του συρτού σε παγκρήτιο επίπεδο. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την επικράτηση του Συρτού ως χορού της νύφης στη θέση του Σιγανού, όπως ήταν παλαιότερα και την μονότονη θα λέγαμε επιμονή πολλών χορευτών να ζητάνε από τους μουσικούς στα γλέντια να παίζουν μόνο Συρτό.Σωτής
Λαϊκή διασκευή της γνωστής Πόλκας που έγινε γνωστή και διαδώθηκε στην Κρήτη, τουλάχιστον στο νομό Ρεθύμνης, αρχές του εικοστού αιώνα, μεταμορφωμένος σε ιδιότυπο ζευγαρωτό κρητικό χορό. Ιδιαίτερα παιχνιδιάρικος και ερωτικός, εξυπηρέτησε τις ανάγκες της εποχής παίρνοντας και σατιρική διάθεση.
Στα “γυρίσματά του” (τις μελωδίες του), που ήταν λίγα και απλά, τραγουδιούνταν ερωτικά και σατιρικά ρυθμικά δίστιχα, όπως:
Ένα-δύο, ήρθεν ο Σωτής,
ελάστε, κοριτσάκια, να χορέψετε κι εσείς!
Ένα-δύο-τρία-τέσσερα,
και με τσι μαργιολιές μου κοντά μου σ’ έφερα!
Πηδηχτός χορός που χορευόταν στο Νομό Ρεθύμνου και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αμπαδιάς (νότιο τμήμα της επαρχίας Αμαρίου), με λαβή από τις παλάμες και λυγισμένους τους αγκώνες. Το όνομα του είναι σύνθετο από τις λέξεις τρία και ζάλα (βήματα) γι\’ αυτό και ονομάστηκε Τριζάλης. Συχνά χαρακτηρίζεται “Κουρουθιανός”, πράγμα που σημαίνει ότι συνηθιζόταν ιδιαίτερα στο χωριό Κουρούτες της Αμπαδιάς. Ο αείμνηστος Γ. Μουζουράκης αναφέρονταν στο χορό με τη μαντινάδα:
Τριζάλης ο Κουρουθιανός, ρίζα του Ψηλορείτη,
πολύ πανέμορφος χορός και άγνωστος στην Κρήτη
ΤσινιάρηςO Τσινιάρης είναι ένας χορός που έχει καταγραφεί στις Μέλαμπες Αγ. Βασιλείου του νομού Ρεθύμνου, ένα χωριό με μεγάλη μουσικοχορευτική παράδοση. Χορεύεται ακόμα και σήμερα ιδιαίτερα από παρέες ηλικιωμένων.
Είναι κυκλικός χορός, χορεύεται από άνδρες και γυναίκες που κρατάνε μεταξύ τους με τα χέρια στο ύψος των ώμων.Ο Τσινιάρης θυμίζει έντονα τον Χανιώτικο Συρτό. Η ομοιότητα αυτή υπάρχει και στα βήματα του χορού αλλά και στον σκοπό της μουσικής, ιδιαίτερα στο Ρεθυμνιώτικο ύφος του χορού. Ο μερακλής χορευτής Γερμανάκης Αντώνης ή Γερμαναντώνης από τις Μέλαμπες σε συζήτησή μας ήταν απόλυτος ότι ο Τσινιάρης είναι ξεχωριστός χορός από τον Συρτό και έτσι τον ζητούσαν από τον λυράρη. Η διαφορά του από τον Συρτό, που τον κάνει και ξεχωριστό χορό οφείλεται σε κάποιες απότομες κινήσεις που αλλάζουν την φορά του χορού στον κύκλο. Αυτές οι απότομες κινήσεις συνοδεύονταν με απότομα ανεβοκατεβάσματα στον σκοπό. Εδώ οφείλεται και το όνομα του χορού αφού οι κινήσεις αυτές θυμίζουν το απότομο λάκτισμα (τσινιά) των ζώων και ειδικά του αλόγου.
Ο Μελαμπιανός δασκάλος και λαογράφος Νίκος Φασατάκης στο δίτομο έργο του “Λαογραφία των Μελάμπων Ρεθύμνης” (έκδοση του Συλλόγου Μελαμπιανών Αθήνας «Οι Τέσσερις Μάρτυρες») αναφέρει: “…είχαμε μάλιστα κι άλλους χορούς: το λαζώτη, το μπανωμερίτη, το γκατσιπαδιανό, το τζινιάρη, τα τζορνεράκια και το ντριζάλη… Ο τσινιάρης είχε τσ’ άργιους (=αργούς στο ρυθμό) σκοπούς του σερτού, εκειουσάς που κάνουνε για καντάδα, και μερκά ’που τα ζάλα ντου.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου